-
1 ὁμαίμων
A = ὅμαιμος, Hdt.5.49, A. Th. 415 : metaph., ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες near akin to.., ib. 351(lyr.): [comp] Comp. more near akin,S.
Ant. 486.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμαίμων
См. также в других словарях:
ομαίμων — ὁμαίμων, ον (Α) 1. ο όμαιμος 2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, έρα, ερον ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ* εἴτ ἀδελφῆς, εἰθ ὁμαιμονεστέρα τοῡ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.) 3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν … Dictionary of Greek